-
1 διανισταμαι
(aor. διανέστην, pf. διανέστηκα)1) подниматься, вставать(νύκτωρ Arst.; ἐκ τῆς ἐνέδρας Polyb.)
2) устремляться навстречу(ἐπὴ τοὺς ἐπικειμένους Polyb.)
3) отклоняться, уклоняться
1 διανισταμαι
(νύκτωρ Arst.; ἐκ τῆς ἐνέδρας Polyb.)
(ἐπὴ τοὺς ἐπικειμένους Polyb.)